- βοσπόρειος
- -α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοσπόρειος — Ox ford masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπόρειον — βοσπόρειος Ox ford masc/fem acc sg βοσπόρειος Ox ford neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπορείῳ — βοσπόρειος Ox ford masc/fem/neut dat sg βοσπορεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπορηνός — ή, ό (AM βοσπορηνός, ή, όν, Α και βοσπορανός) ο βοσπόρειος … Dictionary of Greek